- σφιγγόπους
- σφιγγό-πους, ποδος, ὁ, ἡ,A with sphinxes' feet,
κλῖναι Callix.2
;λιβανωτίς Inscr.Délos 1409
Aai 100 (ii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κλῖναι Callix.2
;λιβανωτίς Inscr.Délos 1409
Aai 100 (ii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σφιγγόπους — ποδός, ὁ, ἡ, Α αυτός που τα πόδια του μοιάζουν με τα πόδια τής Σφίγγας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφίγξ, ιγγός + πούς (πρβλ. σφηνό πους)] … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek